-
1 ἀ-μέλγω
ἀ-μέλγω (mulgere), melken, Hom. fünfmal, Od. 9, 238 μῆλα, πάντα μάλ' ὅσσ' ἤμελγε, 244. 341 ἑζόμενος δ' ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας, 308 ἤμελγε κλυτὰ μῆλα; Iliad. 4, 434 ὄιες ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν; – μόσχους Eur. Cycl. 388; Theocr. 11, 75; γάλα Her. 4, 2. – Med., saugen lassen, Opp. C. 1, 437. – Uebh. vom Auspressen, Aussaugen flüssiger Dinge, bei Sp. D.; φάρμακον ἀμέλξω Theocr. 23, 25; φίλτρον Bion. 1. 48; vom Wein νέκταρ ὀπώρης ἀμ. Nonn. 12, 320; vgl. Maced. 32 (IX, 645); νέκταρ ἀμέλγονται Ion bei Ath. X, 447 d; ἰκμάδα λειριόεσσαν ἀμ., das zarte Naß lecken, Nonn. 26, 196; vom Blutegel, saugen, Nic. Al. 506; von Bienen Nonn. 5, 246; auch der Mond, πῠρ ἠελίοιο ἀμ., Nonn. 5, 166. – Uebertr., wie unser aussaugen, ξένους καρπίμους Ar. Equ. 326.
См. также в других словарях:
κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… … Dictionary of Greek